- ξεπιάνομαι
- ξεπιάνομαι, ξεπιάστηκα βλ. πίν. 39
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεπιάνομαι — ξεπιάστηκα 1. ξεφεύγω από κάτι που με πιάνει, ξεσκαλώνομαι, απαγκιστρώνομαι: Ξεπιάστηκε το ψάρι απ τ αγκίστρι. 2. μτφ., απαλλάσσομαι από παράλυση μέλους του σώματος, από πιάσιμο: Με τα μπάνια ξεπιάστηκε η μέση μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκουρβουλώνω — και ξεκουρμουλώνω 1. ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων 2. θεραπεύομαι από αγκύλωση, ξεπιάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κούρβουλο «κορμός κλήματος». Ο τ. ξεκουρμουλώνω < ξ(ε) * + κουρμούλα, ιδιωματικός τ. τού κούρβουλο] … Dictionary of Greek
ξεπιάνω — 1. αποσυνδέω, αποσπώ 2. μέσ. ξεπιάνομαι α) απαλλάσσω τον εαυτό μου από σύλληψη β) παύω να έχω παράλυση ή αγκύλωση ή μούδιασμα σε ένα μέρος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα … Dictionary of Greek